Τα κατάγματα ισχίου σε ηλικιωμένους όπως έχουμε πει και σε προηγούμενο άρθρο είναι κάτι πολύ συχνό ακόμα και με ένα πολύ απλό στραβοπάτημα ή μια μικρή πτώση στο έδαφος. Πολλές φορές είναι αποτέλεσμα οστεοπόρωσης, έτσι ώστε συχνά αναφέρεται ότι ο ασθενής δεν αντιλήφθηκε πώς έγινε η πτώση του. Στις περιπτώσεις αυτές η πτώση είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία του κατάγματος. Το κάταγμα του ισχίου σε έναν ηλικιωμένο μπορεί να είναι η αρχή του τέλους εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και σωστά.
Έτσι, στην κλινική πράξη κάθε άτομο ηλικίας άνω των 60 ετών που παραπονείται για πόνο στην περιοχή του ισχίου και εμφανίζει δυσχέρεια βάδισης θεωρείται ότι έπαθε κάταγμα εκτός αν ακτινολογικός έλεγχος αποδείξει το αντίθετο. Χαρακτηριστική σε περίπτωση κατάγματος είναι η θέση του σκέλους σε βράχυνση και έξω στροφή.
Η χειρουργική αποκατάσταση στις περιπτώσεις αυτές είναι απαραίτητη με σκοπό την ταχεία κινητοποίηση των αρρώστων. Εάν ένα άτομο με κάταγμα ισχίου δεν χειρουργηθεί, κινδυνεύει να καθηλωθεί στο κρεβάτι με όλες τις επιπλοκές που αυτό συνεπάγεται, όπως έμφραγμα, θρόμβωση, εμβολή, εγκεφαλικό κλπ. Επιπλέον τα κατάγματα του ισχίου είναι αιμορραγικά και συνεπώς παραμέλησή τους μπορεί να οδηγήσει σε συνεχιζόμενη εσωτερική αιμορραγία, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.
Η πρόοδος της αναισθησίας έχει βοηθήσει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των περιστατικών αυτών με την εισαγωγή της ραχιαίας αναισθησίας, όπου ο ασθενής παραμένει ξύπνιος, με αποτέλεσμα την ελάχιστη επιβάρυνση της καρδιάς και των πνευμόνων, τα οποία συχνά πάσχουν στις ηλικίες αυτές.
Τα δύο βασικά είδη καταγμάτων ισχίου στους ηλικιωμένους είναι τα υποκεφαλικά και τα διατροχαντήρια.
Τα διατροχαντήρια κατάγματα συμβαίνουν συνήθως σε μεγαλύτερη ηλικία από αυτή των υποκεφαλικών. Πρόκειται για κατάγματα που συμβαίνουν έξω από την άρθρωση και μπορεί να είναι ανάλογα με την βαρύτητα σταθερά ή ασταθή κάνοντας την χειρουργική αποκατάσταση πολλές φορές δύσκολη. Ωστόσο, η χειρουργική αποκατάσταση όπως είπαμε και παραπάνω είναι μονόδρομος και μπορεί να έχει πολύ καλά αποτελέσματα με άμεση βάδιση του ασθενούς μετά την επέμβαση, ιδιαίτερα στα σταθερού τύπου κατάγματα εάν γίνει γρήγορα και με σωστή φυσικοθεραπεία στη συνέχεια.
Η εξέλιξη των υλικών οστεοσύνθεσης βοηθάει πολύ σε αυτή την κατεύθυνση. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται ο ενδομυελικός ήλος με μεγάλη επιτυχία. Πρόκειται ελάχιστα επεμβατική μέθοδο με δυο μικρές τομές.
Το υλικό εμφυτεύεται μέσα στο οστό μετά από ανάταξη του κατάγματος και συγκρατεί το κάταγμα στη θέση του. Έτσι, ο ασθενής στηρίζεται εξολοκλήρου στο εμφυτευμένο υλικό και μπορεί να βαδίσει άμεσα, παρόλο που το κάταγμα χρειάζεται τουλάχιστον τρεις μήνες για να κολλήσει.
Η επιτυχία σε αυτές τις περιπτώσεις είναι συνδυασμός εμπειρίας του Ορθοπαιδικού, ο οποίος καλείται να κάνει την κατάλληλη επιλογή του υλικού με βάση τη σοβαρότητα του κατάγματος.

